ὑπηρετικός

ὑπηρετικός
ὑπηρετ-ικός, ή, όν,
A menial,

ἐν ὑ. μοίρᾳ τινί Pl.Plt.290c

; ὅπλα ὑ. the arms of the hired soldiery, X.Cyr.2.1.18.
2 of or for service, doing service,

τὸ μὲν -ώτατον . . τῷ σώματι, τὸ δὲ ἀρχικώτατον Pl.Lg.942e

;

ἐπιμέλειαι ὑ.

of public servants,

Arist.Pol.1299a24

; ἡ θεοῖς ὑ. (sc. τέχνη) Pl.Euthphr.13e; ἡ ἰατροῖς ὑ. εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν τυγχάνει οὖσα ὑ.; ib.d; serviceable,

τοῖς τῆς ψυχῆς ἔργοις -ώτατον . . τὸ θερμόν ἐστιν Arist.PA52b10

.
3 opp. ἀρχικός, subordinate, Id.Pol.1260a23, cf. 1256a5; ἀγαθά, opp. προηγούμενα, Arr.Epict.2.8.6, cf. Iamb.Myst.1.5.
4 ὑ. κέλης a cock-boat, attending on a larger vessel, X.HG1.6.36; -κόν, τό (sc. πλοῖον), dispatch-boat, tender, D.50.46, Decr. ap. eund.18.106; in full, ὑ. [πλοῖον] restd. in SIG1053.12 (Samothrace, i B. C.);

ὑ. νῆες D.S. 13.14

;

ὁ ἐπὶ τῶν ὑ. Aeschin.2.73

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπηρετικός — menial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπηρέτη ή τους υπηρέτες: Υπηρετικό προσωπικό. 2. αυτός που ταιριάζει σε υπηρέτη, δουλοπρεπής, δουλικός: Υπηρετική συμπεριφορά. 3. ο εξυπηρετικός, ο πρόθυμος για εκδουλεύσεις, ο συντελεστικός: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπηρετικά — ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc pl ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός menial fem nom/voc/acc dual ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός menial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικώτερον — ὑπηρετικός menial adverbial comp ὑπηρετικός menial masc acc comp sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικῶν — ὑπηρετικός menial fem gen pl ὑπηρετικός menial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικόν — ὑπηρετικός menial masc acc sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικώτατον — ὑπηρετικός menial masc acc superl sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικαῖς — ὑπηρετικός menial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικαί — ὑπηρετικός menial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετικοῖς — ὑπηρετικός menial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”