ὑπηρετικός — menial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ … Dictionary of Greek
υπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπηρέτη ή τους υπηρέτες: Υπηρετικό προσωπικό. 2. αυτός που ταιριάζει σε υπηρέτη, δουλοπρεπής, δουλικός: Υπηρετική συμπεριφορά. 3. ο εξυπηρετικός, ο πρόθυμος για εκδουλεύσεις, ο συντελεστικός: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρετικά — ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc pl ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός menial fem nom/voc/acc dual ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός menial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικώτερον — ὑπηρετικός menial adverbial comp ὑπηρετικός menial masc acc comp sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικῶν — ὑπηρετικός menial fem gen pl ὑπηρετικός menial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικόν — ὑπηρετικός menial masc acc sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικώτατον — ὑπηρετικός menial masc acc superl sg ὑπηρετικός menial neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικαῖς — ὑπηρετικός menial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικαί — ὑπηρετικός menial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετικοῖς — ὑπηρετικός menial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)